- ταράκτωρ
- τᾰράκ-τωρ, ορος, ὁ, poet. for ταράκτης, τὸν πόλεως τ. A.Th.572.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταράκτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ταράκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταράσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
ταράκτορα — τάρακτρον tool for stirring with masc acc sg ταράκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)